- οικοδομος
- οἰκοδόμοςοἰκο-δόμοςὅ строитель, зодчий Her., Xen. etc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οἰκοδόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδόμος — ο (Α οικοδόμος) αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.) νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός») 2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης … Dictionary of Greek
οικοδόμος — ο αυτός που οικοδομεί, ο χτίστης: Το επάγγελμα του οικοδόμου είναι βαρύ και επικίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδόμοις — οἰκόδομος builder masc dat pl οἰκοδόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμου — οἰκόδομος builder masc gen sg οἰκοδόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμους — οἰκόδομος builder masc acc pl οἰκοδόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμων — οἰκόδομος builder masc gen pl οἰκοδόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμῳ — οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμε — οἰκοδόμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμοι — οἰκοδόμος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμον — οἰκοδόμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)